αρχική / ήμουν κι εγώ εκεί ...

Θωμάς Σέπκας

  Εγώ είμαι 80 χρονώ απ' ότι θυμάμαι. Το χωριό ξεκίνησε από 17 σπίτια. Σιγά σιγά μεγάλωσε, ήρθε η προσφυγιά, τους φιλοξενήσαμε, όσο μπορέσαμε τους βοηθήσαμε. Εγώ στη ζωή μου ασχολήθηκα με τα φρούτα, δεντροφυτεία. Πιο μπροστά ο πατέρας μου πάλι στη γεωργία, με στάρια, με καλαμπόκια, με ζώα ... Πρόλαβα κι εγώ τα ζώα, έκανα 20 χρόνια στάβλο, μου άρεζε. Δουλειά και εύκολη δεν υπάρχει.Πρέπει να ιδρώσουμε, να το βγάλουμε το ψωμί τίμια. Έτσι έχω συνηθίσει από μικρό παιδί και τώρα σ' αυτά τα χρόνια που έφτασα, όσο μπορούμε να βοηθάμε ανήμπορους, το κατά δύναμη, βέβαια, δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα.


 Βασίλης Δημητρίου

  Θυμάμαι το -40 , που κυρήχτηκε ο πόλεμος της Αλβανίας, δηλαδή με τους Ιταλούς, εγώ ήμουν τεσσάρων χρονών, ο πατέρας μου έφυγε στρατιώτης και μετά επικράτησαν 4 - 5 χρόνια οι Γερμανοί, φύγαν οι Γερμανοί, το -46 ήρθε ο εμφύλιος πόλεμος μέχρι τέλη του -49. Μετά από το -50 άρχισε η ανάπτυξη σιγά σιγά. Μάλλον μπορώ να πω παρόλα που ήμασταν καταστραμμένοι, η δεκαετία του -50 και του -60 ήταν καλύτερα από τώρα. -56, -57, -58, είχαμε στο χωριό γιατρό μόνιμο, και τη νύχτα να πάθαινες τίποτα, μπορούσες να πα να τον φωνάξεις, μαία, -τα παιδιά μου γεννήθηκαν με μαία εδώ στο χωριό-, νοσοκόμα, που σήμερα ούτε γιατρό δεν έχουμε. Το χωριό άλλαξε κατά πολύ. Ολοι κάναμε καινούργια σπίτια. Εγώ ασχολήθηκα με τη γεωργία. Δεν σπούδασα λόγω του αδελφικού πολέμου.



Εικόνες θύμισες παλιές, ... χαραγμένες στις ψυχές!

Ηώ Μάντσιου-Λουτρέλ


      Από μικρή χαιρόμουνα να καβαλάω σε άλογα, γαϊδούρια και σε κάρο, τη «σούστα» όπως τη λέγαμε γιατί ήταν δίτροχη. Τα ξαδέρφια μου, παιδιά της Ελένης και του Σωκράτη Χουρμούζη, δεν έχαναν την ευκαιρία να βάλουν την αδελφή μου κι εμένα πάνω στην καρότσα για μια βολτίτσα. Μόνο θυμάμαι μια μέρα που ο γάιδαρος με μας καβάλα πήρε δρόμο κι έτρεχε πάνω στον κεντρικό δρόμο (Ερμού), και τα ξαδέρφια μου ξεφώνιζαν «τσονξ, Περικλή, τσονξ»...!
     Χαιρόμουν το πρωινό μου ξύπνημα όταν έμενα το βράδυ στης θείας μου Ελένης. Το σπίτι τους ήταν διώροφο και επιβλητικό. Ξεχώριζε από τ’ άλλα τριγύρω. Ερχόταν ξημερώματα στο υπνοδωμάτιο και μας άνοιγε το παντζούρι και το παράθυρο για να μπει μέσα το δροσερό αεράκι της αυγής από το Βέρμιο. Παράλληλα ακούγαμε τους πρώτους ήχους της ημέρας – τα πετεινάρια και τους σκύλους, φύλακες των γειτονικών σπιτιών που τους γνωρίζαμε όλους. Σ’ εκείνο το σπίτι θυμάμαι τον κήπο των ονείρων μου. Βρισκόταν κάτω απ’ το παράθυρο της κουζίνας τους. Ήταν μικρός, ακριβώς στα μέτρα μου, με παρτεράκια που τα πλαισίωναν λεβάντες οι οποίες περιέβαλλαν πολύχρωμες τριανταφυλλιές.
    Εκεί στη Θρακιώτικη γειτονιά ήταν το προσφυγικό σπίτι της γιαγιάς μου Ευανθίας και του παππού μου Παυλή Αγγιναρτζή. Στη δική τους αυλή θυμάμαι το καζάνι που έβραζε νερό για τη μπουγάδα. Μια μέρα μάλιστα μ’ έστειλε η γιαγιά μου με δύο αυγά να πάω να της αγοράσω σαπούνι. Θα πρέπει να ήμουνα 3-5 χρονών κοριτσάκι, και ήμουν υπερήφανη για την αποστολή μου.
    Θυμάμαι τη στάμνα με το πόσιμο νερό που κάποιος κάθε μέρα το έφερνε απ’ την πηγή στο σπίτι της γιαγιάς μου, και τη γυάλινη κανάτα με το ίδιο νερό πάνω στο τραπέζι της κουζίνας τους, σκεπασμένη με κατάλευκο δαντελένιο πετσετάκι. Ήταν τόσο δροσερό και νόστιμο το νεράκι εκείνο!
    Είχα την τύχη να ζήσω τα πρώτα δεκαεφτά καλοκαίρια της ζωής μου στο κτήμα του Ναουσαίου μπαμπά μου Σταύρου Μάντσιου στα σύνορα του Κοπανού, του χωριού της Κωσταντινοπολίτισσας μαμάς μου Ταρσής Αγγιναρτζή. Έτσι συμμερίστηκα τη ζωή του χωριού για τρείς ή και τέσσερις μήνες το χρόνο κατοικώντας στην «καλύβα» μας. Μάλιστα το φθινόπωρο του 1960 μείναμε εκεί ακόμη αργότερα, και για το λόγο αυτό φοίτησα μερικούς μήνες στο δημοτικό σχολείο του Κοπανού. Τα παιδιά ήταν όλα γνωστοί και φίλοι μου. Μερικές συμμαθήτριες έφευγαν νωρίτερα απ’ τα σπίτια τους, ανέβαιναν πάνω από το σχολείο, κι όταν περνούσαν την ανηφόρα πάνω από το σημερινό νεκροταφείο, άκουγες να φωνάζουν «Ηώ! Ηώ!...» Ξεχώριζε η φωνή της Ισμήνης που ήταν η πιο δυνατή! Έφθαναν και στο κτήμα μας μερικές φορές ώσπου να βγω και να τις ανταμώσω. Χαρά μεγάλη κάναμε κατεβαίνοντας όλες μαζί στο σχολείο η Ελισάβετ, η Δήμητρα και άλλες χοροπηδώντας και ξεφωνίζοντας σ’ όλο το δρόμο. Δύο τάξεις στεγαζόμασταν μαζί στην ίδια αίθουσα με ένα δάσκαλο. Κι αντί για εκδρομές, μερικά απογεύματα μας βάζανε και μαζεύαμε πεσέδες μήλα από κάποιο κτήμα εκεί δίπλα που πιστεύω θα ήταν κοινοτικό. Τα αγόρια κουβαλούσαν τις γεμισμένες μπανιέρες σε καθορισμένο τόπο. Τριάντα χρόνια νωρίτερα, όταν η μαμά μου ήταν εκεί μαθήτρια του Δημοτικού, την έστελνε ο δάσκαλος στο σπίτι του, και η γυναίκα του την έβαζε να μπαλώνει και να μανταρίζει ρούχα τους. Απαιτητικοί καιροί, αλλά πολύτιμες εμπειρίες...
    Στο κτήμα δουλεύαμε με τους εργάτες τα προύνα, κεράσια, ροδάκινα, αχλάδια, κυδώνια και μήλα που καλλιεργούσαμε, κι εγώ γευόμουνα τα πιο ώριμα και τα πιο νόστιμα απ’ όλα. Κάθε απόγευμα που τελειώναμε νωρίς τη δουλειά, καθόμασταν στη «Ρουντίνα» που ήταν χωρίς πεύκα τότε. Εγώ κεντούσα προίκα και η μαμά μου, μοδίστρα από πάντα, όλο και κάτι έραβε. Μουσική μας ήταν τα κουδουνάκια από τα λιγοστά πρόβατα που βοσκούσαν τα ευωδιαστά χορταράκια της ρουντίνας. Άλλες φορές πηγαίναμε επίσκεψη σε καλύβες γειτόνων που έμεναν κι εκείνοι εκεί τα καλοκαίρια. Κι όταν διψούσα στη διαδρομή, βύθιζε η μαμά μου απλωμένο το μαντίλι απ’ το κεφάλι της μέσα στο νερό, κι έπαιρνα εγώ με τις χούφτες μου να δροσιστώ από το νεράκι που κυλούσε σε συγκεκριμένα ρυάκια ανάμεσα σε κτήματα. Αν είχαμε ολόκληρο το απόγευμα διαθέσιμο, κατεβαίναμε στο χωριό για επίσκεψη σε φίλους ή συγγενείς που είχαμε άφθονους σε όλες τις γειτονιές.
    Από μικρή έμαθα καβάλα στο άλογό μας να κατεβαίνω στο χωριό για γάλα και γιαούρτι στης θείας μου της Φρόσως Σαζακλή, του Ντερμπεντέρη όπως λέγανε, αν και είχαμε μια ή και δύο κατσίκες δικές μας στο κτήμα μας. Εκεί έτυχα φορές που η θεία μου ζύμωνε ή φούρνιζε ή ξεφούρνιζε ψωμιά – πολλά ψωμιά και μεγάλα! Ο τόπος μοσχομύριζε! Τη θυμάμαι λεβέντισσα με τα πλούσια μαλλιά της πλεγμένα σε κότσο, και θαύμαζα τα άσπρα μακριά της χέρια που πρόβαλαν κάτω απ’ τα μανίκια της που ήταν διπλωμένα πάνω απ’ τους αγκώνες. Καβάλα στ’ άλογο, το Μπέμπη, στα πλατάνια της Αγίας Παρασκευής, στο δρόμο της επιστροφής, τις πιο πολλές φορές το άλογο με οδηγούσε μέσα στο ποτάμι για να πιει κρύο νερό να δροσιστεί. Εκεί άρχιζαν τα γειτονικά σκυλιά να μας γαβγίζουν, κι εκεί ένιωθα το φόβο μην πέσω απ’ το σαμάρι που καθόμουνα και καταλήξω στις πέτρες ή στο νερό. Ήταν όμως μόνο φόβος περαστικός που έπλαθε μέσα μου τη σιγουριά, εμπιστοσύνη, κι αυτοπεποίθηση για το μετέπειτα. Κι έτσι παίρναμε την ανηφόρα της επιστροφής για το κτήμα με συντροφιά τα τραγούδια μερικών καλλιφώνων νεαρών αγροτών και εργατών από τα τριγύρω κτήματα.




 ΥΓ. Στη φωτογραφία ο Κωστάκης και η Θεοπούλα Χουρμούζη και ο «Περικλής» τους που τραβάει στην καρότσα τις εξαδέρφες τους Νούλη και Ηώ Μάντσιου. Στο πλάι ο μικρός Τάσος Σαρδέλης. Άνοιξη 1953.